- Πρώσος
- ο, θηλ. Πρωσίδα, Ναυτός που κατοικεί στην Πρωσία ή αυτός που κατάγεται από την Πρωσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και … Dictionary of Greek
πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και … Dictionary of Greek
πρωσικός — ή, ό, Ν [Πρώσος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πρώσους ή στην Πρωσία («πρωσικός στρατός») 2. αυτός που προέρχεται από την Πρωσία («πρωσική γλώσσα» [γλωσσ.] δυτική βαλτική γλώσσα που εξέλιπε από τον 17ο αιώνα) 3. φρ. α) «πρωσικό κυανό»… … Dictionary of Greek
Αδαλβέρτος — I (Adalbert).Όνομα δύο κληρικών. 1. Επίσκοπος Πράγας, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας (937 997). Η μνήμη του γιορτάζεται στις 23 Απριλίου. Το 982 ανέλαβε την επισκοπή Πράγας και επιδόθηκε, δίχως επιτυχία, στον προσηλυτισμό των Βοημών. Δύο φορές… … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ — (Alexander, 19ος αι.). Άγγλος επίσκοπος του ναού του Αγίου Ιακώβου, στα Ιεροσόλυμα, εβραϊκής καταγωγής. Προτού εγκατασταθεί στα Ιεροσόλυμα ήταν καθηγητής της αραβικής και της εβραϊκής γλώσσας και φιλολογίας στο Λονδίνο. Μετά από διαβουλεύσεις… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γκέτσεν, Γκούσταφ Άντολφ Γκραφ φον- — (Gustav Adolph Graf von Gotzen, Γκλατς Σουηδίας 1866 – 1908;). Πρώσος αξιωματικός και εξερευνητής. Μαζί με τους συμπατριώτες του Πρίτβιτς και Κέρστινγκ εξερεύνησε την κεντρική Αφρική. Στην εξερεύνησή του αυτή επισήμανε πρώτος το ηφαίστειο… … Dictionary of Greek
Επταετής πόλεμος — Ονομασία δύο πολέμων που διήρκησαν επτά χρόνια. 1. Πόλεμος (1563 70) μεταξύ της Σουηδίας και των συμμάχων Λοβέκης, Δανίας και Πολωνίας. Μετά την ήττα της, η Σουηδία αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Στετίνου και αποδέχθηκε την αφαίρεση των… … Dictionary of Greek
Κλάουζεβιτς, Καρλ φον- — (Karl von Clausewitz, Μπουργκ 1780 – Μπρεσλάου 1831). Πρώσος στρατηγός. Έλαβε μέρος σε όλους τους πολέμους εναντίον της Γαλλίας και του Ναπολέοντα, από το 1792 έως το 1815, και αργότερα διορίστηκε καθηγητής στην πρωσική σχολή πολέμου. Είναι… … Dictionary of Greek
Κόλμπε, Αλεξάντερ Βίλχελμ — (Alexander Wilhelm Colbe, Βερολίνο 1793 – Πόρος 1860). Πρώσος φιλέλληνας στρατιωτικός. Σε νεαρή ηλικία κατατάχθηκε ως αξιωματικός στο πρωσικό πυροβολικό και πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα στη Δρέσδη και στο Βατερλό, όπου τραυματίστηκε βαριά. Με … Dictionary of Greek